σορός

σορός
σορός, ,
A vessel for holding human remains, cinerary urn,

ὣς δὲ καὶ ὀστέα νῶϊν ὁμὴ σ. ἀμφικαλύπτοι Il.23.91

; coffin, Hdt.1.68, 2.78, Ar.Ach.691, Lys.600, etc.; of stone, Thphr.Ign.46, Dsc.5.124: prov.,

τὸν ἕτερον πόδα ἐν τῇ σ. ἔχειν Luc.Herm.78

; bier, Ev.Luc.7.14, PLond.1.121.236 (iii A.D.).
II as nickname of an old man or woman, Ar.V.1365, Macho ap.Ath.13.580c.
III αἱ δημόσιαι ς. dub. sens. in PLips.86.11 (iv A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σορός — vessel for holding fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σορός — η, ΝΑ 1. μνήμα, σαρκοφάγος («ὀρύσσων ἐπέτυχον σορῷ ἑπταπήχει», Ηρόδ.) 2. φέρετρο, κάσα («σορὸν ὠνήσει», Αριστοφ.) νεοελλ. το σώμα τού νεκρού αρχ. 1. αγγείο για εναπόθεση και φύλαξη τών λειψάνων, τών οστών τού νεκρού 2. σκωπτική ονομασία γέροντα ή …   Dictionary of Greek

  • σορός — η 1. νεκροθήκη, φέρετρο. 2. νεκρός, πτώμα: Μεταφέρθηκε η σορός του διάσημου καλλιτέχνη στην πατρίδα του για ενταφιασμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Сорит — (σορός) сокращенный вид цепи силлогизмов, в котором пропущены посредствующие заключения и из ряда посылок выведено одно заключение, например: Англичане мужественный народ. Мужественный народ свободен. Свободный народ счастлив. Следовательно,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • σοροῖς — σορός vessel for holding fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοροί — σορός vessel for holding fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοροῦ — σορός vessel for holding fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σορούς — σορός vessel for holding fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σορῶν — σορός vessel for holding fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σορῷ — σορός vessel for holding fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σορόν — σορός vessel for holding fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”